Γιώργος Σαρελάκος, market access manager- Association of European Self Medication Industry
Το περιβάλλον στα δημόσια συστήματα υγείας και στην προσφορά των υπηρεσιών υγείας μεταβάλλεται. Παράγοντες όπως οι περιορισμοί στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία και τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, η γήρανση του πληθυσμού, οι δυνατότητες που προσφέρει η διασυνοριακή προσφορά υπηρεσιών υγείας και η εκπαίδευση θέτουν νέα δεδομένα για τα συστήματα υγείας.
Αλλά και η μεταβαλλόμενη συμπεριφορά του πολίτη/ασθενή που επιζητά αυξημένες ευθύνες στη διαχείριση της υγείας του, οι νέες δυνατότητες πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, ο αυξημένος όγκος διαθέσιμων πληροφοριών για την υγεία και τα τεχνολογικά επιτεύγματα είναι μόνο μερικοί παράγοντες που επιβάλλουν την αναζήτηση νέων μοντέλων προσφοράς υπηρεσιών με επίκεντρο τον ασθενή. Μοντέλα τα οποία δεν θα θεμελιώνονται στη διόγκωση του κόστους ή στην αξιοσημείωτη μετακύλιση του στον πολίτη αλλά θα προάγουν τη βέλτιστη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η έννοια self-care ορίζεται ως «οι δραστηριότητες των ατόμων, των οικογενειών και των κοινοτήτων τις οποίες αναλαμβάνουν με στόχο την τόνωση της υγείας, την πρόληψη των ασθενειών, τον περιορισμό των ασθενειών και την αποκατάσταση της υγείας. Οι δραστηριότητες αυτές παρέχονται μέσω της γνώσης και των δεξιοτήτων επαγγελματιών υγείας και της εμπειρίας. Η παροχή των υπηρεσιών πραγματοποιείται είτε μέσω των ιδίων των πολιτών, είτε βάσει συμμετοχικής συνεργασίας τους με τους επαγγελματίες υγείας». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεση της αναγνωρίζει το γεγονός μετάβασης από το μοντέλο της επαγγελματικής υγείας σε νέες μορφές αυτοφροντίδας και άτυπης φροντίδας και τονίζει τη σημαντική συνεισφορά της αυτοφροντίδας στη μείωση των δημοσίων δαπανών για την υγεία. Ανάλογη όμως είναι και η συμβολή στη διαχείριση των ασθενειών, καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συμπεραίνει πως η παρακολούθηση και ο έλεγχος συγκεκριμένων διεγνωσμένων ασθενειών (οξείες, χρόνιες, υποτροπιάζουσες) μπορεί να επιτευχθεί βάσει της αυτοφροντίδας, μέσω ή άνευ φαρμακευτικής αγωγής. Την ίδια στιγμή, η έλλειψη γνώσης και πληροφοριών όσον αφορά στη σημασία της πρόληψης θα μπορούσε να εκθέσει 39,9 εκατ. ανθρώπους στο ρίσκο ανάπτυξης χρόνιων παθήσεων λόγω ανθυγιεινού τρόπου ζωής, σύμφωνα με υπολογισμούς της PwC, ενώ σχεδόν 70 εκατ. χρόνιοι ασθενείς θα μπορούσαν να απωλέσουν 718 δις. ευρώ σε μισθούς, εξαιτίας απουσίας από την εργασία που ισοδυναμεί σε 60 δις ώρες εργασίας.
Πλήθος κρατών έχουν αποτυπώσει τα ποσοτικά οφέλη της αυτοφροντίδας, ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν στοιχεία από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε συστήματα υγείας, που παρουσιάζουν κοινά γενικά χαρακτηριστικά με το ελληνικό σύστημα υγείας. Συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο Βασίλειο το υπουργείο υγείας υπολογίζει ότι για κάθε £100 που δαπανώνται για την προαγωγή της αυτοφροντίδας εξασφαλίζονται οφέλη αξίας £150. Στο καναδικό σύστημα υγείας, η χρήση καταναλωτικών φαρμακευτικών προϊόντων για την αντιμετώπιση ασθενειών ήσσονος σημασίας υπολογίζεται πως συμβάλλει στην εξοικονόμηση $1 δις σε ετήσια βάση. Στην περιφέρεια του Ontario 12,5% των δαπανών θα καταβάλλονταν σε οικογενειακούς και γενικούς ιατρούς για την αντιμετώπιση κρυολογημάτων και μη σημαντικών ιογενών ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος. Τέλος, έρευνα της Association of European Self-Medication Industry (AESGP) κατέδειξε πως μία μετακίνηση της τάξεως του 5% προς τις υπηρεσίες αυτοφροντίδας θα εξασφάλιζε οφέλη 11,5 δις ευρώ για τις επτά ευρωπαϊκές χώρες που εξετάστηκαν. Οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να αυξηθούν στο ποσό των 16,4 δις ευρώ στην περίπτωση αναγωγής των αποτελεσμάτων και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εξίσου χρήσιμα συμπεράσματα προέκυψαν και από πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες πρωτίστως στηρίχθηκαν στην παροχή πληροφοριών στους ασθενείς και την ανάμειξη του συνόλου των επαγγελματιών υγείας στις νοσοκομειακές μονάδες. Στο σύνολο των περιπτώσεων διαπιστώθηκαν οφέλη σχετικά με τη μείωση της συνταγογράφησης των αντιβιοτικών, την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών παράλληλα με τη μειωμένη προσέλευση στις δημόσιες υποδομές.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενέκριναν την υλοποίηση προγράμματος, βάσει του οποίου θα διερευνηθεί το περιβάλλον των συστημάτων υγείας τα οποία είναι προσανατολισμένα στην αυτοφροντίδα και τον ασθενή. Σκοπό του ευρωπαϊκού αυτού προγράμματος αποτελεί η χάραξη κατευθυντήριων γραμμών και η υποβολή πολιτικών προτάσεων για την ενίσχυση της αυτοφροντίδας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, στην παρούσα φάση, νέα ερωτήματα εγείρονται και αφορούν στην αναζήτηση των βέλτιστων πρακτικών και των κατάλληλων πολιτικών που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση του ρόλου της αυτοφροντίδας για τον πολίτη και τα συστήματα υγείας. Πολιτικές οι οποίες θα πρέπει να θεμελιωθούν σε δύο βασικούς άξονες, την επίτευξη ευρύτατων συνεργειών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην παροχή υπηρεσιών φορέων καθώς επίσης την ενσωμάτωση των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ολιστικών μοντέλων προσφοράς υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο βρίσκεται στο επίκεντρο των μελλοντικών πολιτικών για την υγεία. Μοντέλα τα οποία απαιτούν τη συμμετοχή ιατρών, νοσηλευτών, φαρμακοποιών, πληρωτών (payers), κεντρικής κυβέρνησης και τοπικών αρχών, ασθενών. Κεντρικό ρόλο σε αυτό το νέο μοντέλο θα μπορούσαν να κατέχουν οι φαρμακοποιοί, λειτουργώντας ως κανάλια πρόσβασης και κατανομής των ασθενών στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων αλλά και ως σημεία παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας, παράλληλα με τις κατ’ οίκον υπηρεσίες. Φυσικά, ένα τέτοιο μοντέλο θα απαιτούσε επιμόρφωση των πολιτών για αυτο-διαγνωστικές εξετάσεις απευθείας διαχειρίσιμες από τους ασθενείς κατ’ οίκον, υποστήριξη πολύπλευρη για τους φαρμακοποιούς σε επίπεδο ενημέρωσης και υλικοτεχνικού εξοπλισμού, συμμετοχή νοσηλευτών, έλεγχο και έγκριση των παρεχομένων υπηρεσιών από γενικούς ιατρούς. Παράλληλα, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και οι δυνατότητες που παρέχει η ηλεκτρονική υγεία (e-health) ιδιαίτερα σε χώρες με γεωμορφικές ιδιαιτερότητες. Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα της PwC για την κινητή υγεία (m-health) και τα οφέλη που θα μπορούσε να επιφέρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο έως το 2017, τα οποία και συνοψίζονται στην εξοικονόμηση δαπανών 99 δις ευρώ και στη εξασφάλιση 93 δις ευρώ για το ευρωπαϊκό Α.Ε.Π.
Βασική προϋπόθεση η παροχή κινήτρων, τα οποία θα καθιστούν τα οφέλη πολλαπλασιαστικά και αμοιβαία, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς που συμβάλλουν στη στοχευμένη και αποτελεσματική προώθηση της αυτοφροντίδας. Το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, ενθαρρύνοντας μέσω πρακτικών αποζημίωσης τη δημιουργία ανάλογων ολιστικών σχημάτων, θα μπορούσαν να επιτύχουν τόσο το στόχο εξοικονόμησης δαπανών, αποκέντρωσης των υπηρεσιών και αποφόρτισης των νοσοκομείων, όσο και την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών. Κίνητρα που θα ενταχθούν στη λογική ενίσχυσης της πρόληψης, καθώς επίσης και της αποζημίωσης των αυξημένων υπηρεσιών που θα παρέχονται πλέον από τον τομέα των φαρμακοποιών. Κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να επιβραβεύεται η καινοτομία, η διασφάλιση της ποιότητας και η προστιθέμενη αξία των προϊόντων της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Κίνητρα που επίσης θα αφορούν στην κάλυψη πρακτικών αυτοφροντίδας που υιοθετούνται από τους πολίτες, τα οποία με τη σειρά τους θα προσφέρουν οφέλη και στο κράτος σε όρους βελτίωσης επιπέδου ζωής, μείωσης δαπανών υγείας & ασφάλισης και αύξησης της παραγωγικότητας. Είναι σαφές πως ένας τέτοιος σχεδιασμός, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας του συστήματος υγείας.
Ανάλογες κινήσεις όμως θα πρέπει να γίνουν και προς την κατεύθυνση της βιομηχανίας, η οποία αντιμετωπίζει εκτεταμένους περιορισμούς που προφανώς επιδρούν αρνητικά και στους καταναλωτές. Ζητήματα όπως οι εκτεταμένοι ρυθμιστικοί περιορισμοί, η αλλαγή του καθεστώτος έγκρισης (switches), το πλαίσιο oνοματοδοσίας και διαφήμισης, παραμένουν πεδία προβληματισμού και περιορίζουν το πλαίσιο ενημέρωσης και τις θεραπευτικές επιλογές των πολιτών.
Είναι σαφές πως η αυτοφροντίδα θα αποτελέσει κεντρικό άξονα των πολιτικών υγείας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και αυτό διότι οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στην προσφορά υπηρεσιών υγείας και οι ανάγκες εξορθολογισμού των δαπανών υγείας επιβάλλουν την ασθενοκεντρική προσέγγιση στην προσφορά υπηρεσιών, ενώ αμοιβαία οφέλη εξασφαλίζονται για το σύνολο των εμπλεκομένων φορεών. Δίχως αμφιβολία, λοιπόν, είναι υποχρέωση των εθνικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν τις νέες αυτές δυνατότητες και να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες των πολιτών. Απομένει να φανεί, αν η υποχρέωση αυτή θα οδηγήσει και στη χάραξη ανάλογων εθνικών στρατηγικών.