Πιστεύω πως ο τομέας της υγείας μπορεί όχι μόνο να νοικοκυρευτεί αλλά και να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα. Είναι αλήθεια ότι έχουμε σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες, όχι μόνο στη βαλκανική χερσόνησο αλλά και ευρύτερα όπου έχουν συντελεστεί ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που με τη σειρά τους έχουν αποδιοργανώσει τις υγειονομικές υποδομές. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, οι εγχώριες δομές μπορούν, εάν αξιοποιηθούν, να αποτελέσουν πόλο έλξης ασθενών και, φυσικά, κεφαλαίων.
Κύριε Σουλιώτη, θεωρώ ότι είναι δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος, που βρίσκεται σε αντίστοιχη θέση με εσάς, τις επόμενες πολιτικές κινήσεις, που θα επηρεάσουν την ασφάλιση των πολιτών της χώρας μας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται αλλάζουν συνεχώς, δημιουργώντας, ανασφάλεια στον πολίτη, αστάθεια στην αγορά και τεράστια προβλήματα στην ανάπτυξη της χώρας. Θεωρώ ότι βρίσκεστε μέσα σε μια «πολιτική δίνη» η οποία σας αναγκάζει να πάρετε δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον των ασφαλιστικών φορέων αυτού του τόπου. Πως εκτιμάτε ότι θα διαμορφωθεί το ασφαλιστικό τοπίο για τα 10 εκατ. ασφαλισμένους του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας;
Όλα όσα περιγράφετε αποτελούν πάγια κατάσταση για τη χώρα. Απλά έτυχε σε εμάς να διαχειριστούμε την κοινωνική ασφάλιση στη χειρότερη καμπή της ιστορίας της. Θα σας πω χαρακτηριστικά ότι όταν ανέλαβα τη διοίκηση του ΟΠΑΔ, ο Οργανισμός είχε ένα συσσωρευμένο χρέος της τάξης του 1,7 δισεκατομμυρίων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ΕΟΠΥΥ καλείται να διαχειριστεί την ασφάλιση υγείας 10 εκατομμυρίων ανθρώπων κάτω από ένα ασφυκτικό πλαίσιο προϋπολογισμού. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό καθώς, ανεξάρτητα από τις γενικότερες συνθήκες (μνημόνιο κ.λπ.) η τήρηση των προϋπολογισμών θα έπρεπε να είναι ούτως ή άλλως μέρος της δουλειάς μας. Μην ξεχνάμε ότι η διαρκής παραγωγή ελλειμμάτων μας έφτασε ως εδώ. Για πολλά χρόνια η επιλογή της κοινωνικής ασφάλισης ήταν να είναι αρεστή την ώρα των συμφωνιών με την αγορά αλλά στη συνέχεια να οδηγείται σε στάση πληρωμών. Στον ΟΠΑΔ, κάθε αύξηση της δαπάνης κατά 100 εκατ. € σήμαινε καθυστέρηση στην πληρωμή όλων των συμβεβλημένων φορέων κατά ένα μήνα. Αν υπολογίσετε ότι η δαπάνη του Οργανισμού διπλασιάστηκε μεταξύ 2005-2008, μπορείτε να αντιληφθείτε το «εκρηκτικό μίγμα» εσόδων-εξόδων το οποίο διαμορφώθηκε στον Οργανισμό και τις μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές.
Ως ΕΟΠΥΥ λοιπόν, έχουμε πλέον ένα πολύ σφιχτό πλαίσιο προϋπολογισμού, το οποίο έχουμε δεσμευτεί ότι θα τηρήσουμε, με τον ένα ή με το άλλο τρόπο. Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε την εύκολη λύση που είναι η περικοπή των παροχών του Οργανισμού, όμως δεν επιλέξαμε αυτό το δρόμο. Αντιθέτως, θέλουμε με αυτό το πλαίσιο των παροχών που έχουμε, να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας -όχι απέναντι στην τρόικα, αλλά απέναντι σε αυτούς που εισφέρουν στον Οργανισμό. Σε αυτούς πρέπει να είμαστε πρωτίστως υπόλογοι και όχι τόσο στους δανειστές μας. Πάντως, το εγχείρημα είναι τεράστιο.
Άρα κύριε Σουλιώτη σε αυτό το σημείο κρατάμε δύο δεδομένα, πρώτον ότι θα υπάρξει αυστηρή τήρηση του προϋπολογισμού και δεύτερον ότι αυτός ο οργανισμός ο οποίος εν τη γενέσει του δεν είναι οργανωμένος καλείται να τηρήσει τον προϋπολογισμό αυτό. Ποια είναι λοιπόν τα μέτρα που θα ληφθούν προκειμένου να μην υπάρξουν παρεκκλίσεις από τον προϋπολογισμό;
Δεν θέλουμε να μεταφέρουμε στις επόμενες γενεές νέα ελλείμματα, νέα μνημόνια, νέα δάνεια. Κάθε μέρα που περνάει λύνουμε και κάποιο πρόβλημα. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να μεταφέρουμε τέσσερις διαφορετικούς τρόπους συνεργασίας με τους παρόχους των υπηρεσιών υγείας, σε έναν. Δηλαδή, έχουμε πλέον νέες συμβάσεις με όλους τους φορείς κάτω από νέους όρους. Έχουμε νέο τρόπο αποζημίωσης των γιατρών, έχουμε μια συλλογική σύμβαση των φαρμακοποιών που ενσωματώνει άμεσα όλα τα μέτρα που λαμβάνονται από το Υπουργείο Υγείας, έχουμε νέα σύμβαση με τις κλινικές και τα κέντρα αποκατάστασης καθώς και μια νέου τύπου συνεργασία με τα εργαστήρια και τα διαγνωστικά κέντρα για τη διενέργεια εξετάσεων. Οι συνεργασίες αυτές και οι όροι που τις περιβάλλουν προέκυψαν από την αξιολόγηση των συνεργασιών που είχαμε με τα ταμεία που εντάχθηκαν στον Οργανισμό.
Θα αναφερθώ στα πιο σημαντικά: Κατ’ αρχάς, επενδύοντας στην πράξη στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ο ΕΟΠΥΥ διεύρυνε τις επιλογές των ασφαλισμένων τόσο για ιατρική επίσκεψη όσο και για διαγνωστικές εξετάσεις. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ και του ΟΓΑ πραγματοποιούν πάνω από 400 χιλιάδες επισκέψεις το μήνα σε ιδιώτες ιατρούς υπό ασφαλιστική κάλυψη, δικαίωμα το οποίο δεν είχαν στο παρελθόν και το οποίο έχει συμβάλλει αποφασιστικά στη μείωση του φαινομένου των αναμονών στα ιατρεία του ΙΚΑ (πλέον ΕΟΠΥΥ).
Στο ίδιο πλαίσιο, θεωρώ κατάκτηση υπέρ των ασφαλισμένων την άρση του πλαφόν που ίσχυε στο ΙΚΑ για τη διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων και το οποίο αφ’ ενός δεν περιόριζε τον αριθμό των εξετάσεων (η αύξηση στον αριθμό των υψηλού κόστους απεικονίσεων μεταξύ 2009-2010 υπερέβαινε το 48%) και αφ’ ετέρου μετακύλυε πάλι το κόστος στον ασφαλιστικό φορέα, αφού πρώτα οι ασφαλισμένοι κάλυπταν το κόστος και στη συνέχεια περίμεναν επί μήνες να τους επιστραφούν τα χρήματα. Βεβαίως, το μεγάλο πρόβλημα με το πλαφόν ήταν η ταλαιπωρία των ασφαλισμένων οι οποίοι περιφέρονταν στην υγειονομική αγορά για τη διενέργεια μίας εξέτασης, ή τη μετέθεταν για έναν ή και περισσότερους μήνες αργότερα. Ωστόσο, το αντίμετρο για αυτή τη διευκόλυνση του ασφαλισμένου ο οποίος θυμίζω ότι πλέον μπορεί να απευθυνθεί όπου θέλει και άμεσα για τη διενέργεια εξετάσεων, είναι η επιβολή κλιμακωτών εκπτώσεων στα εργαστήρια βάσει όγκου εξετάσεων που κυμαίνονται από 10% έως 20%. Επιπροσθέτως, η σχετική σύμβαση περιλαμβάνει όρο σύμφωνα με τον οποίο αν η δαπάνη υπερβεί τον προϋπολογισμό για αυτή την κατηγορία φροντίδας υγείας, τότε τα ποσοστά των εκπτώσεων θα αυξηθούν αναλόγως.
Υπογραμμίζεται ότι το θεσμοθετημένο ποσοστό συμμετοχής (15%) δεν ισχύει για τα δημόσια νοσοκομεία καθώς σε αυτά καλύπτουμε όλη τη δαπάνη. Ούτε αφορά βέβαια τους ασφαλισμένους που διενεργούν τις εξετάσεις τους στα δικά μας εργαστήρια. Άρα προσπαθούμε να φτιάξουμε έναν Οργανισμό με περισσότερες επιλογές για τους πολίτες που όμως οι οικονομικοί όροι να μην μεταβάλλονται, ούτως ώστε να μπορέσουμε να πειθαρχήσουμε όλοι στους προϋπολογισμούς μας.
Επιπλέον, όσον αφορά τις κλινικές, η νέα συνεργασία που δρομολογήθηκε αλλάζει ριζικά το τοπίο. Σας θυμίζω ότι παλαιότερα μια κλινική επέλεγε τις υπηρεσίες για τις οποίες θα συμβληθεί με ένα ταμείο. Και συνήθως επέλεγε αυτές που άφηναν περισσότερο κέρδος, όπως για παράδειγμα τα καρδιοχειρουργικά περιστατικά, οι εμβολισμοί, οι μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες κ.ά. Σήμερα, για να συμβληθεί μια κλινική μαζί μας πρέπει να συμβληθεί με όλα τα τμήματα που έχει στην άδειά της. Επίσης, τόσο για τις κλινικές όσο και για τα εργαστήρια, έχουν τεθεί όροι πιστοποίησης της ποιότητάς τους η οποία σταδιακά θα συνδεθεί και με το σύστημα αποζημίωσης προκειμένου να υπάρχουν κίνητρα.
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι επιδίωξή μας είναι μια πιο καθαρή συνεργασία με όλους τους φορείς και τους επαγγελματίες που παρέχουν υπηρεσίες υγείας στα μέλη μας. Αυτοί είναι άλλωστε οι στρατηγικοί μας εταίροι. Ωστόσο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η συνέχιση φαινομένων προκλητής ζήτησης θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις πληρωμές και το όποιο βραχυπρόθεσμο όφελος για όσους λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, θα έχει δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση και στην αγορά.
Κύριε Σουλιώτη, τους τελευταίους μήνες έχει γίνει γνωστό προς πάσα κατεύθυνση ότι για να μπορέσει το κράτος να μαζέψει χρήματα στα ταμεία και για να μπορέσει να καλύψει τις υπέρογκες υποχρεώσεις του σε διάφορά δάνεια, αναγκάζεται να επιβάλλει νέα μέτρα προς τους πολίτες. Είναι επίσης σαφές ότι, στο στόχαστρο της τρόικα, μεταξύ άλλων, έχουν μπει μέτρα που αφορούν σημαντικές μειώσεις στις δαπάνες της υγείας. Πιστεύετε ότι οι μειώσεις αυτές θα μπορέσουν να αποτελέσουν το Μίτο της Αριάδνης για να μπορέσουμε να βγούμε από τον οικονομικό λαβύρινθο στον οποίο βρισκόμαστε. Μπορεί μόνο η μείωση των δαπανών να βοηθήσει στη χώρα να βγει από αυτό το οικονομικό αδιέξοδο;
Κατά την άποψή μου, δεν είναι δυνατόν μια χώρα με τόσο μεγάλο οικονομικό πρόβλημα να επιχειρήσει να το επιλύσει μονομερώς. Μην ξεχνάμε ότι το έλλειμμα είναι το αποτέλεσμα της σχέσης μεταξύ εσόδων και δαπανών. Κατά συνέπεια, για να βελτιώσεις την οικονομική κατάσταση μιας χώρας αλλά και ενός μεμονωμένου οργανισμού ή κλάδου, χρειάζονται παρεμβάσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις. Η χώρα πρέπει να αυξήσει τα έσοδά της, να αρχίσει να παράγει και να στραφεί προς παραγωγικές περιοχές με δυνατότητες ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έτσι ώστε να επιλύσει το πρόβλημα και στο σκέλος των εσόδων. Φυσικά, το cost cutting, και σε επίπεδο επιχείρησης να το δείτε, είναι αυτό που αποδίδει πιο άμεσα. Θεωρώ λοιπόν λογικό μέχρι ένα σημείο να ασχοληθούμε κυρίως με το σκέλος των δαπανών, όμως δεν θα πρέπει να εγκλωβιστούμε σε μια μονομερή διαχείριση του χρέους.
Διότι, εάν κοιτάμε μόνο τη μείωση των δαπανών, δεν θα μπορούμε να έχουμε και ικανοποιητική εισροή χρημάτων;
Ακριβώς. Η χώρα μας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υποχώρησε σε όρους ανάπτυξης στρέφοντας –αναγκαστικά– την προσοχή της στο θέμα των δαπανών που όντως είχαν ξεφύγει. Και είναι από την άλλη πάρα πολύ δύσκολο να πείσεις τον οποιονδήποτε και τους δανειστές σου ταυτόχρονα, όταν έχεις πχ τη διπλάσια δαπάνη για φάρμακα συγκριτικά με άλλες χώρες, ότι μόνο με αναπτυξιακά μέτρα θα λύσεις το πρόβλημα. Από τη στιγμή που συνεχίζουμε σαν κράτος να ξοδεύουμε στρεβλά περισσότερα χρήματα από όσα ξοδεύουν οι άλλες χώρες, δεν μπορούμε να έχουμε θετικά αποτελέσματα. Είναι φυσικό να τίθεται ως προτεραιότητα να νοικοκυρέψεις τις δαπάνες σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνεις κινήσεις και προς το σκέλος των εσόδων.
Όσον αφορά στο πρώτο, εκτιμώ ότι είμαστε σε σωστό δρόμο με τα μέτρα που έχουν ληφθεί. Θεωρώ ότι εάν καταφέρουμε να μην παρεκκλίνουμε από τον προϋπολογισμό που μας έχει τεθεί, τουλάχιστον ο τομέας της υγείας δεν θα ενοχοποιηθεί ξανά όπως ενοχοποιήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν για το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Σας θυμίζω ότι μειώσαμε στον ΟΠΑΔ και όχι μόνο κατά 70% τα υλικά των επεμβάσεων και η αγορά προσαρμόστηκε αμέσως. Αυτό είναι εμφανές πως υποδηλώνει τα τεράστια περιθώρια κέρδους που υπήρχαν, αλλά και την ανυπολόγιστη ζημιά στους κοινωνικούς προϋπολογισμούς από την αδράνεια όλα αυτά τα χρόνια.
Από την άλλη πιστεύω πως ο τομέας της υγείας μπορεί όχι μόνο να νοικοκυρευτεί αλλά και να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα. Είναι αλήθεια ότι έχουμε σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες, όχι μόνο στη βαλκανική χερσόνησο αλλά και ευρύτερα όπου έχουν συντελεστεί ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που με τη σειρά τους έχουν αποδιοργανώσει τις υγειονομικές υποδομές. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, οι εγχώριες δομές μπορούν, εάν αξιοποιηθούν, να αποτελέσουν πόλο έλξης ασθενών και, φυσικά, κεφαλαίων.
Όμως, για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να ξεχάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το κράτος τόσα χρόνια. Εδώ χρειάζεται «θεσμική επανάσταση». Σας αναφέρω χαρακτηριστικά ότι για να πληρώσει ένα ασφαλιστικό ταμείο (δηλαδή το κράτος) ένα δημόσιο νοσοκομείο (δηλαδή πάλι το κράτος) χρειάζεται περίπου επτά διαφορετικές διαδικασίες και ένα τουλάχιστον μήνα για την υλοποίηση της πληρωμής. Όμως, είναι γνωστό ότι η καθυστέρηση στη ροή του χρήματος συνιστά σπατάλη. Στερεί τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης από το δικαιούχο για τα δικά του κόστη που ενσωματώνει στο κόστος παραγωγής του. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα για τον υγειονομικό τομέα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να επιταχύνουμε τις διαδικασίες που αφορούν στην καθημερινή λειτουργία του κράτους. Επίσης, πρέπει το κράτος να προσαρμόσει τη λειτουργία του στο λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει και θα διαθέτει στο μέλλον, υποκαθιστώντας τη γραφειοκρατία με νέες τεχνολογίες οι οποίες, μην ξεχνάμε, ότι ήδη κανόνας στον ιδιωτικό τομέα.
Κύριε Σουλιώτη, σύσσωμη η ιατρική κοινότητα και ολόκληρη η κοινωνία, μπορώ να πω, ξαφνιάστηκαν όταν άκουσαν από το στόμα του Υπουργού Υγείας, να ανακοινώνει ότι 23€ για κάθε ασθενή, είναι ένα ικανό ποσό για να καλύψει τις φαρμακευτικές του ανάγκες. Ένα διαβητικό άτομο, ή ένας καρδιοπαθής, ή ένας νεφροπαθής, που θεωρούνται χρόνιες παθήσεις, θα μπορέσουν να πάρουν τα φάρμακα τους, όταν τα χρειαστούν;
Φυσικά και θα μπορέσουν. Το ποσό άλλωστε αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας μέσος όρος ο οποίος προσεγγίζει τον αντίστοιχο στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Θέλω να επισημάνω για μία ακόμα φορά ότι η δυσκολία του εγχειρήματός μας είναι ότι προσπαθούμε να πειθαρχούμε στους προϋπολογισμούς χωρίς να περιορίζουμε το ασφαλιστικό δικαίωμα στο φάρμακο. Αυτός θα ήταν ένας εύκολος δρόμος, ο οποίος όμως δεν είναι κοινωνικά αποδεκτός και δεν περιλαμβάνεται ούτε στην ατζέντα του Υπουργείου Υγείας ούτε σε αυτή του ΕΟΠΥΥ. Από την άλλη, ο ΕΟΠΥΥ, ως ο μεγαλύτερος πελάτης της εν λόγω αγοράς, επιδιώκει να τύχει μιας ευνοϊκής τιμολογιακής αντιμετώπισης με τη θέσπιση ασφαλιστικής τιμής στα επίπεδα πχ της αντίστοιχης νοσοκομειακής. Επιστημονική τεκμηρίωση ως προς αυτό υπάρχει άφθονη και σας παραπέμπω σε ενδεικτικά σχετικά βιβλία και άρθρα μας που δημοσιεύθηκαν πολύ πριν την κρίση. Όπως αντιλαμβάνεστε, εάν είχαν ληφθεί μέτρα εγκαίρως, σήμερα δεν θα χρειάζονταν τόσο ευρείες παρεμβάσεις στο φάρμακο.
Η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των θέσεων εργασίας στην φαρμακευτική αγορά και άρα αυτό με τη σειρά του να οδηγήσει σε μείωση των εσόδων του κράτους από τις εταιρείες αυτές. Που πιστεύετε ότι βρίσκεται η χρυσή τομή σε αυτή τη προτεινόμενη συνταγή;
Στη διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να υπάρχει σφαιρική προσέγγιση της πραγματικότητας. Κανείς δεν επιθυμεί να πιεστεί τόσο πολύ η αγορά που, το όποιο όφελος, θα μετατραπεί σε ζημία λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας. Για παράδειγμα νομίζω ότι έγιναν ήδη πάρα πολλές παρεμβάσεις στο θέμα των τιμών των φαρμάκων οι οποίες αποτελούσαν μονόδρομο δεδομένου του πιεστικού χρονοδιαγράμματος το οποίο είχε τεθεί για τη μείωση της δαπάνης. Τώρα σχεδιάζονται τα επόμενα βήματα για τη σταθεροποίηση της εν λόγω αγοράς προκειμένου, για παράδειγμα, να διασφαλιστεί η ομαλή χορήγηση των φαρμάκων σε όλους όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη και να αντιμετωπιστούν στρεβλώσεις όπως οι παράλληλες εξαγωγές, που, τελευταία, παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου των παράλληλων εξαγωγών έχει προταθεί και στο παρελθόν η υιοθέτηση ενός συστήματος διπλής τιμής (ιδιωτικής και ασφαλιστικής), με την πρώτη να αφορά στην αμιγώς ιδιωτική κατανάλωση και να προσδιορίζεται σε επίπεδα που δεν θα προκαλούν ζημιά των εταιρειών στις άλλες χώρες (που χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως χώρα αναφοράς). Θυμίζω ότι αυτό που ενδιαφέρει σήμερα τη χώρα μας είναι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, η οποία μπορεί να ελεγχθεί με το παραπάνω «ασφαλιστικό προνόμιο», χωρίς να θίγονται στόχοι επιχειρηματικών σχημάτων σε άλλες χώρες (κάτι το οποίο άλλωστε δεν επηρεάζει την επίτευξη των εσωτερικών στόχων). Πάντως, το «παζλ» της φαρμακευτικής πολιτικής συμπληρώνεται –σε όλες τις χώρες– και με μέτρα προώθησης γενοσήμων αλλά και με εργαλεία παρακολούθησης της συνταγογράφησης για την αντιμετώπιση τόσο της πολυφαρμακίας όσο και της διαρκούς υποκατάστασης παλαιών (και φθηνών) με νέα (και ακριβότερα) σκευάσματα.
Πως βοηθάει στη μείωση των δαπανών το γενόσημο φάρμακο. Μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στη μείωση της δαπάνης στην υγεία;
Με βρίσκει σύμφωνο η άποψη ότι έπρεπε να μειωθεί η τιμή τους για να γίνουν «ελκυστικά». Σύμφωνα πάντως και με τις διεθνείς πρακτικές, τα μέτρα μείωσης των τιμών των γενοσήμων συνοδεύονται με κίνητρα αύξησης του όγκου τους. Τα ζητήματα ασφάλειας που τίθενται καλύπτονται από τη δουλειά του ΕΟΦ στο συγκεκριμένο θέμα για το οποίο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις πολύ σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει.
Πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε σαν κράτος να αντικαταστήσουμε όλα τα πρωτότυπα φάρμακα, με γενόσημα;
Κάθε φάρμακο έχει το ρόλο του, όμως όλα τα φάρμακα χρηματοδοτούνται από τον ίδιο προϋπολογισμό. Δεν είναι ζητούμενο η υποκατάσταση όλων των φαρμάκων με γενόσημα, αλλά η εξοικονόμηση πόρων και, ενδεχομένως, η επανεπένδυσή τους στην αγορά. Το ότι κυκλοφορούν για παράδειγμα πάνω από 100 σκευάσματα της ίδιας δραστικής ουσίας δεν μου φαίνεται ορθολογικό. Η καινοτομία πρέπει να συνεχίσει να χρηματοδοτείται και ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι να εκλογικευθεί η αγορά των γενοσήμων. Δεν είναι κατά την άποψή μου ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές οι δύο υπο-αγορές. Θα έβλεπα ασφαλώς μία «πριμοδότηση» της εγχώριας έρευνας και ανάπτυξης και δευτερευόντως, παραγωγής.
Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μία παρένθεση υπό την ιδιότητα του μέλους της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας για τις κλινικές μελέτες, μέσω της οποίας διαπίστωσα, δυστυχώς, πόσο αντι-επενδυτικά είχαμε αντιμετωπίσει το ζήτημα των κλινικών μελετών τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για ένα πεδίο με τεράστια οικονομικά και όχι μόνο οφέλη για τη χώρα τα οποία τόσο λόγω της γραφειοκρατίας όσο και λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος δεν μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε. Σήμερα, με την εντατική δουλειά των τελευταίων δύο ετών, έχουμε αγγίζει το στόχο των 100 εκατ. € που εισέρχονται στη χώρα ετησίως, με σημαντικότατο μάλιστα αντίκτυπο τόσο στις θέσεις εργασίας όσο και στην παραγωγή επιστημονικού έργου. Οι δυνατότητές μας πάντως είναι πολύ περισσότερες λόγω του επιστημονικού δυναμικού που διαθέτουμε στο πεδίο αυτό.
Πρέπει η τιμή του φαρμάκου να είναι διαφορετική ανάλογα με το που πωλείται. Πρέπει να υπάρχει έκπτωση στο φάρμακο;
Το φάρμακο πρέπει να έχει διαφορετική τιμή ανάλογα με το από ποιον αγοράζεται. Δηλαδή, εάν αγοράζει ο ασφαλιστικός φορέας -και επειδή μιλάμε για δημόσια δαπάνη- πρέπει να προστατευτεί αυτή η συναλλαγή με κάποιο τρόπο. Να εφαρμοστούν οι αυτονόητοι κανόνες της αγοράς που αναφέρουν ότι οι μεγάλοι πελάτες έχουν καλύτερους όρους συναλλαγών.
Όπως προανέφερα, ο ΕΟΠΥΥ είναι σήμερα ο μεγαλύτερος πελάτης της εν λόγω αγοράς και για το λόγο αυτό διεκδικεί το «ασφαλιστικό προνόμιο» υπέρ των ασφαλισμένων που αντιπροσωπεύει. Θα πρότεινα πάντως και την υιοθέτηση κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων στον ορισμό των ποσοστών συμμετοχής των χρηστών στη φαρμακευτική δαπάνη. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνά μας, η εκλογίκευση των ποσοστών συμμετοχής (ανά φάρμακο) μπορεί να εξοικονομήσει πάνω από 100 εκατ. € ετησίως στην κοινωνική ασφάλιση.
Σε γενικές γραμμές, κάθε μέτρο εκλογίκευσης της αγοράς φαρμάκου συμβάλει στη σταθεροποίηση του επενδυτικού κλίματος αλλά και στη βιωσιμότητα και των δύο πλευρών (προσφορά – ζήτηση). Μην ξεχνάμε ότι η αδράνεια των προηγούμενων ετών που φαινομενικά σήμαινε υψηλή κερδοφορία για τους φορείς του κλάδου, προκάλεσε ένα πρωτοφανές αδιέξοδο καθώς τα δημόσια νοσοκομεία έφτασαν να χρωστούν πάνω από 7 δισ. € στους προμηθευτές τους, με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά στο φάρμακο. Φτάσαμε λοιπόν σε μία κατάσταση όπου η χώρα είχε ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος αλλά και ένα δύσκολα διαχειρίσιμο εσωτερικό χρέος το οποίο καθήλωσε τους ρυθμούς ανάπτυξης και οδήγησε σε αύξηση της ανεργίας. Στο χώρο μας, οι ασφαλιστικοί φορείς χρωστούν στην αγορά, η τελευταία αδυνατεί να πληρώσει φόρους και εισφορές και όλο αυτό διαιωνίζει το πρόβλημα. Αυτό το «σπιράλ» όπου το ένα οικονομικό πρόβλημα ακολουθεί το άλλο είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί άμεσα –προφανώς με πρόσθετη χρηματοδότηση- αλλά, στη συνέχεια, δεν πρέπει να υποπέσουμε στα ίδια λάθη σε καμία περίπτωση. Δεν αντέχει η χώρα νέα ρύθμιση των χρεών των νοσοκομείων ή κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων με χρήματα του φορολογούμενου πολίτη και νέους φόρους. Γιατί κάτι τέτοιο θα υπονόμευε ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς μας.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η περίοδος είναι λιγάκι δύσκολη οικονομικά για τον ΕΟΠΥΥ. Έχουν μειωθεί σημαντικά οι εισφορές που δίνονται στον ΕΟΠΥΥ;
Η χρηματοδότηση του Οργανισμού είναι οριακή. Όλες οι πηγές εσόδων του (εισφορές εργοδοτών, εργαζομένων, αυτοαπασχολούμενων, αγροτών, δημοσίων υπαλλήλων και έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό) έχουν περιοριστεί λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ, της μείωσης των μισθών, της απώλειας θέσεων εργασίας αλλά και της αδυναμίας πολλών επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, επισημαίνουμε διαρκώς ότι η ανάπτυξη, η αγορά εργασίας και η κοινωνική ασφάλιση συνιστούν ένα τρίπτυχο με εσωτερικές αλληλεπιδράσεις και οι όποιες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται κάτω από μια συνολική οπτική.
Τι προτίθεστε να κάνετε για να αντιμετωπίσετε αυτό το θέμα; Μπορεί ο ΕΟΠΥΥ να μηδενίσει το κοντέρ των χρεών;
Καταρχάς ο ΕΟΠΥΥ πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα του έσοδα και να μην παράξει νέα χρέη. Όσον αφορά όμως στα συσσωρευμένα χρέη που «κληρονόμησε» (πάνω από 1,5 δισ. €), γι’ αυτά έχει δεσμευτεί το Ελληνικό Δημόσιο με πρόσφατο νόμο, προκειμένου ο νέος Οργανισμός να ξεκινήσει απαλλαγμένος από ένα τέτοιο τεράστιο φορτίο. Ωστόσο, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι στο χώρο της υγείας οι προβλέψεις έχουν ένα βαθμό αβεβαιότητας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνουν εντατικές προσπάθειες όχι μόνο προς την κατεύθυνση της πειθαρχίας στους στόχους δαπάνης αλλά και προς αυτή της αναζήτησης νέων πηγών χρηματοδότησης.