Ο ρόλος των βλεννολυτικών στα αναπνευστικά νοσήματα

0

Ευαγγελία Γκιζοπούλου MD, MSc, SomnExp

Πνευμονολόγος, Ειδικός Ιατρικής Ύπνου, Διευθύντρια Α΄ Πνευμονολογικής Κλινικής, ΙΑΣΩ Γενική Κλινική

 

 

Ο βήχας αποτελεί ένα από τα πιο κοινά συμπτώματα του αναπνευστικού και μπορεί να εμφανισθεί σε διάφορες παθήσεις.

Στην πραγματικότητα ο βήχας είναι ένα προστατευτικό αντανακλαστικό, ως αντίδραση σε κάθε, μηχανικό ή χημικό, ερεθισμό των αεραγωγών και ο σκοπός του είναι να απομακρύνει ξένα σώματα (καπνός, σκόνη, μικρόβια) μέσω της βίαιης εκπνοής. Η βλέννα που παράγεται στους αεραγωγούς λειτουργεί ως φυσικό και ανοσολογικό φράγμα για τους παθογόνους παράγοντες, ενώ παράλληλα λιπαίνει τους αεραγωγούς και υγραίνει τον ατμοσφαιρικό αέρα παρέχοντας ένα επιλεκτικά διαπερατό φράγμα για ανταλλαγή αερίων και απορρόφηση θρεπτικών συστατικών. Σε χρόνια νοσήματα του αναπνευστικού, όπως η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, οι βρογχεκτασίες, η κυστική ίνωση, αλλά και σε σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού, είναι συχνή η δυσλειτουργία της λεγόμενης βλεννοκροσσωτής κάθαρσης, είτε λόγω των χαρακτηριστικών της ίδιας της βλέννης (χημική σύνθεση, ρυθμός παραγωγής, φυσικές ιδιότητες κ.λπ.) ή λόγω της λειτουργίας των κροσσών. Οι συνέπειες της δυσλειτουργίας αυτής συμβάλλουν τόσο στην επιδείνωση των συμπτωμάτων (βήχας παραγωγικός, αίσθημα βάρους και δύσπνοιας) όσο και στον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών (πνευμονία, αναπνευστική ανεπάρκεια, επιδείνωση της πνευμονικής βλάβης), ιδιαίτερα σε βαρέως πάσχοντες.

Τα βλεννολυτικά φάρμακα θεωρείται πως υποβοηθούν την απόχρεμψη μέσω της μείωσης του ιξώδους των βρογχικών εκκρίσεων και της επακόλουθης διευκόλυνσης της αποβολής τους προκειμένου να ελευθερωθούν οι αεραγωγοί. Η βελτιωμένη κάθαρση και απόχρεμψη βλέννας μπορεί να αποτρέψει την απόφραξη και τη δημιουργία βυσμάτων (mucus plugs) στους μικρούς αεραγωγούς και μπορεί να βελτιώσει την ανταλλαγή αερίων και να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης μετα-αποφρακτικής λοίμωξης.

Μέσω αυτών των επιδράσεων, τα βλεννολυτικά θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο στη μείωση των εξάρσεων της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ). Αποτελούν συχνά μέρος της θεραπευτικής προσέγγισης των ασθενών αυτών, ωστόσο η αντιμετώπιση του αίτιου έχει αυταπόδεικτη προτεραιότητα και δίνεται έμφαση σε αυτή.

Συνήθως χρησιμοποιούμενα βλεννολυτικά είναι οι από του στόματος χορηγούμενες Καρβοκυστεΐνη, Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC), Βρωμεξίνη, Αμβροξόλη, Ερδοστεΐνη. Διαφορετικά είναι τα χαρακτηριστικά της εισπνεόμενης μέσω νεφελοποίησης Δορνάσης α, η οποία αποτελεί ένζυμο (rhDNAse) σε εισπνεόμενη μορφή που διασπά τις εξωκυττάριες πρωτεΐνες και το DNA προκαλώντας ταχύ αποπολυμερισμό με αποτέλεσμα τη μείωση του ιξώδους των πυωδών εκκριμάτων και έχει ένδειξη σε πάσχοντες από κυστική ίνωση, ως μέτρο μείωσης του κινδύνου λοιμώξεων και βελτίωσης της πνευμονικής λειτουργίας.

Στις κατευθυντήριες οδηγίες της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ) όπως αυτές διατυπώνονται και επικαιροποιούνται μέσω της GOLD (Global Initiative of Chronic Obstructive Lung Disease), δεν παρέχονται συγκεκριμένες οδηγίες για τα βλεννολυτικά φάρμακα. Ωστόσο, η τακτική θεραπεία με βλεννολυτικά όπως η Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC) και η καρβοκυστεΐνη έχει δείξει σε μελέτες πως μπορεί να μειώσει τις εξάρσεις και να βελτιώσει την κατάσταση της υγείας σε ασθενείς με ΧΑΠ που δεν λαμβάνουν εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (ICS). Δεν υπάρχει ομοφωνία, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία (ERS), για τη χρήση τους στον γενικό πληθυσμό με ΧΑΠ λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων. Καθώς ωστόσο οι γενικοί στόχοι της διαχείρισης των αναπνευστικών νοσημάτων περιλαμβάνουν τη μείωση της δύσπνοιας, την πρόληψη των εξάρσεων και τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας, τα βλεννολυτικά αποτελούν ένα συχνό εργαλείο για τη διαχείριση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη βλέννα, ως συμπληρωματική θεραπεία στην κύρια αγωγή που έχει ως βάση της τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά.

Ορισμένα βλεννολυτικά, όπως η Ν-ακετυλοκυστεΐνη και η καρβοκυστεΐνη, έχουν επιπλέον δείξει αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που μπορεί να ωφελήσουν περαιτέρω τους σταθεροποιημένους ασθενείς με ΧΑΠ. Ειδικά η Ν-ακετυλοκυστεΐνη σε μεταανάλυση έδειξε πιθανό όφελος στην πρόληψη των παροξύνσεων της ΧΑΠ ή της χρόνιας βρογχίτιδας, μείωση της διάρκειας των επεισοδίων παροξύνσεων και βελτίωση των δεικτών ποιότητας ζωής και σε υψηλότερες δόσεις με καλό προφίλ ανοχής. Επιπλέον, είναι εδραιωμένη η χρήση της Ν-ακετυλοκυστεΐνης στην αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας παρακεταμόλης και βασίζεται στην αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση της, καθώς αυξάνει την ενδοκυττάρια συγκέντρωση γλουταθειόνης ενώ μειώνει τα επίπεδα του TNFa και ιντερλευκινών και έχει παρακινήσει τους ερευνητές στην διερεύνηση άλλων ενδείξεων (όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών ή η οξεία ηπατική βλάβη από φάρμακα ή τοξίνες). Στις αντενδείξεις της χρήσης τους περιλαμβάνεται το ενεργό πεπτικό έλκος, ενώ οι συνηθέστερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι στοματίτιδα, ναυτία, έμετοι, γαστρορραγία και αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Ιδιαίτερα σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα ή βρογχική υπεραντιδραστικότητα η χρήση των βλεννολυτικών θα μπορούσε να προκαλέσει επιδείνωση του βρογχόσπασμου (στένωσης των αεραγωγών). Συνιστάται προσοχή στην χορήγηση μαζί με αντιμικροβιακά, στην κύηση και στη γαλουχία.

Συνοψίζοντας, η χρήση των βλεννολυτικών στα χρόνια και οξέα αναπνευστικά νοσήματα μπορεί να λειτουργήσει ευνοϊκά στην διευκόλυνση της βλενοκροσσωτής κάθαρσης, στη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας και της ποιότητας ζωής ενώ οι αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές επιδράσεις τους μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις.

 

Βιβλιογραφία

  • Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease 2023 Report: GOLD Executive Summary, Alvari Agusti et al. Eur Respir J 2023;61:2300239
  • D. Aaron, European Respiratory Journal 2017 50(4):1701465;
  • Juan Jose Soler, Arch Bronconeumol. 2025 Apr 28: S0300-2896(25)00145-0.
  • A. Anil et al. Clinical Epidemiology and Global Health 30 (2024) 101789
  • Eur Respir Rev 2015; 24: 451–461 | DOI: 10.1183/16000617.00002215
  • Antioxidants 2021, 10, 967. https://doi.org/10.3390/antiox10060967
  • 2024 Yahia et al. Cureus 16(10): e72252. DOI 10.7759/cureus.72252
  • INFECTIOUS DISEASES, 2021; VOL. 0, NO. 0, 1–8
Share.

About Author

JP Communications

Comments are closed.