Διαθέτουμε στην αγορά πρωτοποριακές θεραπείες σε κρίσιμες κατηγορίες

0

Δημήτρης Παπαγεωργίου

General Manager for Greece, Cyprus & Malta, Takeda

Με ενεργό δραστηριότητα στον τομέα των κλινικών μελετών η Takeda δίνει τη δυνατότητα σε Έλληνες επιστήμονες να συμμετέχουν στην αιχμή της παγκόσμιας έρευνας, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Παπαγεωργίου, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως «Στην Ελλάδα, η χρόνια υποχρηματοδότηση του φαρμάκου και οι υψηλές υποχρεωτικές επιστροφές που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία, δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας και μειώνουν τη δυναμική της χώρας μας ως προς την επένδυση σε προγράμματα ανάπτυξης».

 

Συνέντευξη Κοσμάς Ζακυνθινός

Κύριε Παπαγεωργίου, αναλάβατε πρόσφατα την ηγεσία της Takeda Ελλάδας. Ποιο είναι το όραμά σας για την εταιρεία και ποιες οι στρατηγικές προτεραιότητες της Takeda στην ελληνική αγορά για τα επόμενα 3-5 χρόνια;

Σκοπός της Takeda είναι να προσφέρει λύσεις που βελτιώνουν την υγεία των ανθρώπων και δημιουργούν ένα φωτεινότερο μέλλον για την κοινωνία. Το όραμά μου είναι να κάνουμε πράξη αυτόν τον σκοπό στην Ελλάδα, εστιάζοντας στους θεραπευτικούς τομείς όπου μπορούμε να προσφέρουμε τη μεγαλύτερη ιατρική αξία, ενώ ταυτόχρονα στηρίζουμε το σύστημα υγείας και τις τοπικές κοινότητες.

Πρωταρχική επιδίωξη της ομάδας μου για τα επόμενα χρόνια είναι να ισχυροποιήσουμε την παρουσία μας στην τοπική αγορά, διευρύνοντας το χαρτοφυλάκιο των καινοτόμων θεραπειών μας στους τομείς της Ογκολογίας/Αιματολογίας, Ανοσολογίας, Γαστρεντερολογίας και Σπάνιων Παθήσεων/Θεραπειών Πλάσματος. Σε αυτά τα πεδία επικεντρώνεται η παγκόσμια στρατηγική μας και εκεί θα ήθελα να δω τα φάρμακά μας να βελτιώνουν αισθητά την ποιότητα ζωής περισσότερων ασθενών στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τους αρμόδιους φορείς για να διασφαλίσουμε την έγκαιρη πρόσβαση στις θεραπείες μας και να προωθούμε περισσότερο ασθενοκεντρικές, αποτελεσματικές και βιώσιμες πολιτικές υγείας.

Εξίσου σημαντική προτεραιότητά μας, στενά συνυφασμένη με τα παραπάνω, είναι η ενίσχυση της επένδυσής μας στην εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, αλλά και στην ενημέρωση του κοινού για τις χρόνιες και σπάνιες παθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε την ορθότερη χρήση των φαρμάκων και τη μείωση του χρόνου διάγνωσης, να αναδείξουμε την αξία της πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης και να ευαισθητοποιήσουμε την ελληνική κοινωνία και την Πολιτεία για τις ακάλυπτες ανάγκες των ασθενών. Επιπλέον, παραμένουμε δεσμευμένοι στην υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών, μέσα από δράσεις κοινωνικής και περιβαλλοντικής υπευθυνότητας ευθυγραμιζόμενοι με τους στόχους της Takeda για τη βιωσιμότητα, όπως η ουδετερότητα άνθρακα έως το 2035.

Το 2012 η Takeda έλαβε την απόφαση να εισέλθει στην ελληνική φαρμακευτική αγορά, παρά τις αντιξοότητες. Έκτοτε, ποιες επενδύσεις έχει υλοποιήσει όσον αφορά την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και στη διάθεση καινοτόμων θεραπειών;

Πράγματι, σε μια περίοδο που άλλοι οργανισμοί μείωναν τις επενδύσεις τους στη χώρα, η Takeda πήρε την τολμηρή απόφαση για το αντίθετο. Σήμερα, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η απόφαση αυτή άξιζε το ρίσκο. Διαθέτουμε στην ελληνική αγορά πρωτοποριακές θεραπείες σε κρίσιμες θεραπευτικές κατηγορίες, όπως οι Σπάνιες Παθήσεις και οι Θεραπείες με βάση το πλάσμα. Όλα τα καινοτόμα φάρμακά μας είναι διαθέσιμα στη χώρα, γεγονός που σε μια αγορά με χρόνιες στρεβλώσεις και έλλειψη προβλεψιμότητας απέχει από το να θεωρείται αυτονόητο.

Όμως αυτός είναι ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ: να προσφέρουμε στους ασθενείς θεραπείες που μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους. Επιπλέον, έχουμε ενεργό δραστηριότητα στον τομέα των κλινικών μελετών, εντάσσοντας τη χώρα μας στο διεθνές ερευνητικό δίκτυο της Takeda. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε Έλληνες επιστήμονες να συμμετέχουν στην αιχμή της παγκόσμιας έρευνας, αποκτώντας νέες ευκαιρίες εκπαίδευσης και κίνητρο να παραμείνουν στη χώρα και να αξιοποιήσουν όσα έμαθαν.

Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, επενδύουμε συστηματικά στην κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας, διότι με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουμε έμμεσα στην αναβάθμιση της υγειονομικής φροντίδας που παρέχεται στους ασθενείς. Πιο συγκεκριμένα, υλοποιούμε εξειδικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και ενημέρωσης σε τομείς αιχμής, όπως η Ογκολογία και οι Σπάνιες Παθήσεις και συνεργαζόμαστε με πανεπιστήμια και επιστημονικούς φορείς για τη διοργάνωση εκπαιδευτικών επιστημονικών εκδηλώσεων.

Θα ήθελα μάλιστα, να επισημάνω ότι μέσα από τα προγράμματά μας, βλέπουμε Έλληνες πανεπιστημιακούς και κλινικούς ιατρούς να γίνονται οι ίδιοι εκπαιδευτές συναδέλφων τους από άλλες χώρες.

Η Takeda δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους σπάνιους και χρόνιους ασθενείς. Πώς αυτό μεταφράζεται σε πρακτικό επίπεδο στην Ελλάδα;

Οι ασθενείς με χρόνιες και σπάνιες παθήσεις ζουν καθημερινά με ένα φορτίο που δεν είναι μόνο ιατρικό, αλλά και ψυχολογικό, κοινωνικό και οικονομικό. Στην Takeda εργαζόμαστε για να ελαχιστοποιήσουμε αυτό το φορτίο, μέσα από τη διάθεση εξειδικευμένων φαρμάκων που καλύπτουν σημαντικά θεραπευτικά κενά, την επιτάχυνση της διάγνωσης και την παροχή ουσιαστικής υποστήριξης στους ασθενείς και τις οικογένειές τους.

Ανέφερα και νωρίτερα, ότι το καινοτόμο χαρτοφυλάκιό μας είναι ήδη διαθέσιμο στην Ελλάδα. Στέκομαι ιδιαίτερα στις θεραπείες με βάση το πλάσμα, οι οποίες αλλάζουν την πορεία απειλητικών για τη ζωή σπάνιων νοσημάτων, όπως το κληρονομικό αγγειοοίδημα, οι πρωτοπαθείς ανοσοανεπάρκειες ή οι συγγενείς αιμορραγικές διαταραχές. Ταυτόχρονα, μέσω της συμμετοχής μας στις διεθνείς κλινικές μελέτες της Takeda, με έμφαση στην ιατρική ακριβείας και την εξατομικευμένη ιατρική, παρέχουμε στους Έλληνες ασθενείς πρώιμη πρόσβαση σε πρωτοποριακές υπό ανάπτυξη θεραπείες, που, για ορισμένους, μπορεί να αποτελούν τη μοναδική τους ευκαιρία για καλύτερη ποιότητα ζωής. Παράλληλα, υποστηρίζουμε την εξειδικευμένη εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας πάνω στις τελευταίες εξελίξεις ως προς τη διάγνωση και θεραπευτική προσέγγιση των χρόνιων και σπάνιων νοσημάτων, με τελικό στόχο κάθε ασθενής να λαμβάνει ορθή διάγνωση όσο το δυνατόν ταχύτερα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, να παραπέμπεται στις κατάλληλες δομές υγειονομικής φροντίδας και να λαμβάνει τη θεραπεία που μπορεί να τον ωφελήσει περισσότερο.

Τέλος, υλοποιούμε προγράμματα συνολικής υποστήριξης ασθενών, μέσα από τα οποία παρέχουμε ενημέρωση, ψυχοκοινωνική στήριξη, καθοδήγηση για τη βελτίωση της πρόσβασης σε υπηρεσίες διάγνωσης και θεραπείας, αλλά και πρακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα, εργαλεία υπενθύμισης λήψης της αγωγής τους. Στο ίδιο πλαίσιο και σε συνεργασία με τις οργανώσεις ασθενών, υποστηρίζουμε εκστρατείες ευαισθητοποίησης κοινού για την πρόληψη και τη σωστή διαχείριση χρόνιων και σπάνιων νοσημάτων.

Πώς εξασφαλίζετε ότι η «φωνή του ασθενούς» λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό των πολιτικών σας; Υπάρχει συνεργασία με συλλόγους ασθενών και πώς αξιολογείτε τη σημασία τους στον δημόσιο διάλογο;

Βασικό μας σύνθημα στην Takeda είναι «Πώς μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για τους ασθενείς μας;». Θα συμπλήρωνα «…αν δεν γνωρίζουμε τις πραγματικές τους ανάγκες;». Χαίρομαι λοιπόν, που θέτετε αυτό το ερώτημα. Στην Takeda θεωρούμε τους συλλόγους ασθενών πολύτιμους συνεργάτες στην πραγμάτωση της αποστολής μας. Πιστεύω ακράδαντα ότι για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, πρέπει να μιλήσουμε μαζί τους και να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν. Και σίγουρα, έχουν πολλά χρήσιμα στοιχεία να μοιραστούν. Αναφέρομαι βέβαια, στα αποκαλούμενα δεδομένα πραγματικού κόσμου, τα οποία κερδίζουν συνεχώς έδαφος στην αξιολόγηση του οφέλους των θεραπειών, είτε στο στάδιο της ανάπτυξης, είτε μετά την είσοδό τους στην αγορά. Η εμπειρία τους μας επιτρέπει να βελτιώνουμε τον τρόπο που αναπτύσσουμε και διαθέτουμε τα φάρμακά μας και σχεδιάζουμε προγράμματα υποστήριξης ασθενών με απτό όφελος στην καθημερινότητά τους.

Κατά τη γνώμη μου, ο δρόμος προς τη διαμόρφωση ενός συστήματος υγείας που θα απαντά στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών περνά υποχρεωτικά μέσα από τον διάλογο με τα συλλογικά τους όργανα. Ειδικά όσον αφορά στις χρόνιες και σπάνιες παθήσεις, δεν μπορώ να σκεφτώ πώς οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς χωρίς τη δική τους συμβολή. Ως Takeda Hellas, προωθούμε μέσω της συμμετοχής μας στα θεσμικά όργανα της Φαρμακοβιομηχανίας, μεταρρυθμίσεις που αντικατοπτρίζουν πάγια αιτήματα των ασθενών, όπως ταχύτερες διαδικασίες αποζημίωσης, ενίσχυση των διαγνωστικών υποδομών, επέκταση των μητρώων ασθενών κ.ά., και στηρίζουμε προτάσεις και μέτρα που τα ενσωματώνουν. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Σπάνιες Παθήσεις, επέκταση των νεογνικών και προγεννητικών ελέγχων για σπάνια νοσήματα και η θέσπιση Εθνικού Μητρώου Νεοπλασματικών Ασθενειών αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ποια θα ήταν τα πρώτα δύο πράγματα που θα αλλάζατε στον τρόπο λειτουργίας του ΕΟΠΥΥ ως προς τη φαρμακευτική αποζημίωση;

Θα εστίαζα καταρχάς στην επιτάχυνση των διαδικασιών αξιολόγησης και αποζημίωσης των νέων φαρμάκων. Οι Έλληνες ασθενείς περιμένουν επί μήνες να καταστούν διαθέσιμες οι νέες θεραπείες και αυτό πρέπει να αλλάξει. Ειδικά για τους ογκολογικούς ασθενείς ή εκείνους που ζουν με σπάνιες παθήσεις, κάθε μήνας καθυστέρησης στην πρόσβαση ενός νέου φαρμάκου μπορεί να συνεπάγεται υποβάθμιση ως προς το προσδόκιμο ή την ποιότητα ζωής. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας οι διαδικασίες να κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα, περισσότερη διαφάνεια, συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, σε ένα πλαίσιο που ανταμείβει την αξία και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.

Δεύτερον, θα έδινα προτεραιότητα στην καταγραφή του πραγματικού αριθμού ασθενών στη χώρα, μέσω της αξιοποίησης των υπαρχόντων μητρώων και της θέσπισης νέων. Χωρίς ακριβή στοιχεία για το πόσοι ασθενείς χρειάζονται μια θεραπεία, εύλογα οδηγούμαστε στην υποχρηματοδότηση των πραγματικών αναγκών –και κατ’ επέκταση, σε καθυστερήσεις ως προς την πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες και στη μη βιώσιμη πρακτική της αναζήτησης πρόσθετων πόρων από τη φαρμακοβιομηχανία μέσω των υψηλών υποχρεωτικών επιστροφών. Η επέκταση των μητρώων ασθενών θα δημιουργήσει σαφή εικόνα για την κατανομή των δαπανών υγείας, διασφαλίζοντας την ορθολογική και δίκαιη κατανομή πόρων και επιτρέποντας στις φαρμακευτικές εταιρείες να προγραμματίζουν καλύτερα τις επενδύσεις τους, ώστε να επιτευχθεί ο κοινός στόχος όλων: η έγκαιρη διάθεση των θεραπειών στην αγορά.

Υπάρχει ουσιαστικός διάλογος με την Πολιτεία ή αισθάνεστε ότι η φαρμακοβιομηχανία παραμένει στο περιθώριο;

Θα έλεγα ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγαλύτερη διαλλακτικότητα και συνεργασία γύρω από κρίσιμα ζητήματα, όπως η βιωσιμότητα της φαρμακευτικής δαπάνης, η ενίσχυση της καινοτομίας, ή η χάραξη στρατηγικών για την πρόληψη και διαχείριση σοβαρών νοσημάτων όπως π.χ. η εθνική στρατηγική για τις σπάνιες παθήσεις. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη που αξίζει να αναγνωριστεί. Ωστόσο, η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας στη λήψη αποφάσεων δεν είναι αυτή που θα θέλαμε. Πολιτικές που αφορούν άμεσα την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες συχνά διαμορφώνονται χωρίς τη συμμετοχή των εταιρειών που έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν προτάσεις βασισμένες σε πραγματικά στοιχεία, όπως η εμπειρία των ασθενών ή η τεχνογνωσία από την καινοτόμο έρευνα και ανάπτυξη. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε λύσεις που δεν ανταποκρίνονται πάντα στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, της φαρμακοβιομηχανίας και του συστήματος υγείας.

Ξέρετε, είναι δύσκολο να μην αισθανόμαστε στο περιθώριο, όταν το χρόνιο ζήτημα των καθυστερήσεων στις διαδικασίες ένταξης νέων φαρμάκων, ειδικά των καινοτόμων και ορφανών, δεν φαίνεται να οδηγείται σε επίλυση. Ή όταν εξακολουθούμε να λειτουργούμε σε ένα περιβάλλον χωρίς προβλεψιμότητα, γεγονός που δυσχεραίνει τις επενδύσεις σε βάθος χρόνου και υπονομεύει την ανάπτυξή μας. Εδώ και χρόνια συζητάμε με την Πολιτεία την ανάγκη να γνωρίζουμε εκ των προτέρων πώς θα διαμορφωθούν οι προϋπολογισμοί και πώς θα λειτουργήσουν οι διαπραγματεύσεις. Στην Takeda πιστεύουμε βαθιά στη συνεργασία. Επιθυμούμε και επιδιώκουμε να είμαστε συνομιλητές με την Πολιτεία και όλους τους εταίρους του κλάδου, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σχεδιάσουμε πιο δίκαιες και πιο αποτελεσματικές πολιτικές, επιτυγχάνοντας τον κοινό στόχο: καλύτερη υγεία για όλους.

Υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ερευνητικών πρωτοκόλλων στη χώρα μας; Τι χρειάζεται να αλλάξει; 

Υπάρχει και το βλέπουμε στην πράξη. Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι εγκρίσεις νέων κλινικών μελετών, οι διαδικασίες έχουν απλοποιηθεί και τα πρώτα αυτοτελή γραφεία κλινικών μελετών στα δημόσια νοσοκομεία είναι γεγονός. Ωστόσο, η Ελλάδα υπολείπεται σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό των μελετών και των συμμετεχόντων ασθενών. Για να ενισχύσουμε επομένως την ανταγωνιστικότητά μας στο διεθνές ερευνητικό περιβάλλον απαιτείται σειρά μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων. Θα ξεκινήσω με την επιτάχυνση των εγκριτικών διαδικασιών. Σήμερα, ένα ερευνητικό πρωτόκολλο μπορεί να χρειαστεί μήνες για να εγκριθεί. Χρειαζόμαστε ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, πλήρως ευθυγραμμισμένο με τον νέο ευρωπαϊκό κανονισμό για τις κλινικές μελέτες, με λιγότερη γραφειοκρατία και σαφή χρονοδιαγράμματα.

Μια άλλη παράμετρος είναι η βελτίωση των υποδομών, μέσω του εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού των μονάδων κλινικών μελετών, της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών για τη διαχείριση και ανάλυση δεδομένων, όπως και των εθνικών μητρώων ασθενών, τα οποία θα διευκολύνουν τον εντοπισμό των κατάλληλων συμμετεχόντων και θα βελτιώσουν τον σχεδιασμό των μελετών. Αλλά και οι καλύτερες υποδομές δεν είναι αξιοποιήσιμες, εάν δεν στελεχώνονται από κατάλληλο και επαρκές προσωπικό. Όλοι αναγνωρίζουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει ικανότατους ιατρούς και ερευνητές, όμως για να υποστηριχθεί σωστά η διεξαγωγή των μελετών, είναι απαραίτητη μια ομάδα εξειδικευμένων επαγγελματιών –συντονιστές μελετών, νοσηλευτές και διαχειριστές δεδομένων– όπως ισχύει σε άλλες χώρες με ισχυρή κουλτούρα κλινικής έρευνας.

Τέλος, χρειάζεται συνεχής επιμόρφωση του επιστημονικού προσωπικού στις αρχές της Ορθής Κλινικής Πρακτικής, στη φαρμακοεπαγρύπνηση και στη χρήση των ψηφιακών εργαλείων. Κρίσιμης σημασίας αντίστοιχα, είναι και η εκπαίδευση του προσωπικού των αρμόδιων Αρχών (ΕΟΦ, Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας) στις διατάξεις του νέου Κανονισμού.

Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών στην Ελλάδα;

Η ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών, μία διαδικασία που διαρκεί έως και 10 χρόνια, προϋποθέτει ένα σταθερό, προβλέψιμο περιβάλλον που να επιτρέπει στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμη στρατηγική και να προχωρούν σε στοχευμένες επενδύσεις. Στην Ελλάδα, η χρόνια υποχρηματοδότηση του φαρμάκου και οι υψηλές υποχρεωτικές επιστροφές που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία, δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας και, αναπόφευκτα, μειώνουν τη δυναμική της χώρας μας ως προς την επένδυση σε προγράμματα ανάπτυξης.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι η Πολιτεία αναγνωρίζει το πρόβλημα και εμφανίζεται περισσότερο δεσμευμένη από ποτέ στην κοινή προσπάθεια για αναζήτηση βιώσιμων λύσεων. Η παροχή ορισμένων κινήτρων για τη διενέργεια κλινικών μελετών και η έγκαιρη ανακοίνωση του ετήσιου προϋπολογισμού για το φάρμακο αποτελούν ιδιαίτερα θετικές κινήσεις. Επιπλέον, παρά τις εξαγγελίες και ορισμένα αποσπασματικά μέτρα για την απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου έγκρισης κλινικών μελετών και αποζημίωσης των καινοτόμων φαρμάκων, οι προκλήσεις παραμένουν: πολύμηνες καθυστερήσεις, έντονη γραφειοκρατία και πολύπλοκο πλαίσιο αποζημίωσης ενισχύουν το αίσθημα αβεβαιότητας εκ μέρους της φαρμακοβιομηχανίας. Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τις επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων φαρμάκων, εάν αυτά δεν ενσωματώνονται έγκαιρα στο σύστημα υγείας;

Σε αυτές τις προκλήσεις θα προσθέσω το κατακερματισμένο δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με ελλείψεις σε εξοπλισμό, ανθρώπινο δυναμικό και καθυστερήσεις στην ψηφιακή αναβάθμιση και διασύνδεση των δομών. Αναπόφευκτα παρουσιάζονται καθυστερήσεις στη διάγνωση και τη διαχείριση των νοσημάτων, ιδιαίτερα των χρόνιων και σπάνιων, μειώνοντας κατ’ επέκταση τον αριθμό των συμμετεχόντων ασθενών σε ερευνητικά πρωτόκολλα.

Η Takeda δραστηριοποιείται σε θεραπείες αιχμής όπως η κυτταρική ή γονιδιακή θεραπεία. Πόσο κοντά είναι αυτές οι τεχνολογίες στην ελληνική πραγματικότητα; 

Πράγματι, η εξατομικευμένη ιατρική είναι ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο πεδίο και η Takeda βρίσκεται στην αιχμή της έρευνας και ανάπτυξης κυτταρικών και γονιδιακών θεραπειών. Για πολλούς ασθενείς με ορισμένα δυσίατα ογκολογικά ή σπάνια νοσήματα, αυτές οι θεραπείες προσφέρουν τη μοναδική ίσως δυνατότητα για ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής ή ακόμη και ίαση.

Η Ελλάδα έχει κάνει τα πρώτα βήματα ως προς την εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών, όμως για να ενσωματωθούν αποτελεσματικά στο σύστημα υγείας, χρειάζεται να έχουμε τις κατάλληλες υποδομές. Οι πολύπλοκοι μηχανισμοί επεξεργασίας και χορήγησης των κυτταρικών και γονιδιακών θεραπειών απαιτούν πιστοποιημένες μονάδες με ειδικό εξοπλισμό και προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης, οι οποίες στη χώρα μας είναι ακόμη ελάχιστες. Ένα βασικό στοίχημα επομένως, είναι η αύξηση των εξειδικευμένων υποδομών και ένα δεύτερο, η στελέχωσή τους με ειδικά καταρτισμένους και έμπειρους επαγγελματίες υγείας. Θα πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε σε προγράμματα εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας σε ευρεία κλίμακα.

Επιπλέον, απαιτείται μια πιο ευέλικτη και ταχεία διαδικασία αξιολόγησης και αποζημίωσης, προσαρμοσμένη στο ιδιαίτερο κόστος (δεδομένης της υψηλής επένδυσης που απαιτεί η ανάπτυξή τους) και τη μακροπρόθεσμη αξία αυτής της ειδικής κατηγορίας θεραπειών, ώστε να αποτρέψουμε καθυστερήσεις ως προς την πρόσβαση. Με άλλα λόγια θα πρέπει να αναζητήσουμε νέα, βιώσιμα μοντέλα αποζημίωσης που θα επιτρέψουν την ισότιμη πρόσβαση, χωρίς να επιβαρύνουν δυσανάλογα τον ήδη πιεσμένο προϋπολογισμό.

Ποιο θεωρείτε ως το μεγαλύτερο δίλημμα της φαρμακοβιομηχανίας σήμερα: καινοτομία ή καθολική πρόσβαση;

Δεν θα το έθετα ως «δίλημμα», τουλάχιστον όχι με την έννοια ότι πρέπει να επιλέξουμε τη μία έννοια εις βάρος της άλλης. Καινοτομία και καθολική πρόσβαση είναι εξίσου σημαντικές και πραγματικά αδιαπραγμάτευτες για ένα σύγχρονο και δίκαιο σύστημα υγείας. Ωστόσο, συχνά τις αντιλαμβανόμαστε ως αντικρουόμενες έννοιες και αυτό είναι κατανοητό: η ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών απαιτεί πολύ υψηλές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη και ενέχει υψηλό ρίσκο –στοιχεία που αναπόφευκτα αυξάνουν το κόστος, θέτοντας εμπόδια στην ισότιμη πρόσβαση. Από την άλλη, η επιδίωξη της καθολικής πρόσβασης συνήθως «επιβάλλει» τη μείωση του κόστους των καινοτόμων φαρμάκων και τη θεσμοθέτηση οικονομικά βιώσιμων μέτρων που όμως ενδέχεται να μην ευνοούν την προαγωγή της έρευνας και ανάπτυξης.

Η λύση δεν είναι να επιλέξουμε μία από τις δύο έννοιες, αλλά να εξασφαλίσουμε τη βιώσιμη εφαρμογή και των δύο, ενισχύοντας τις συνεργασίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, διαμορφώνοντας μοντέλα αποζημίωσης με βάση της αξία της θεραπείας, ενισχύοντας τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις στην κλινική έρευνα και υιοθετώντας ένα ευέλικτο και προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο με στόχο την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και των μεγάλων καθυστερήσεων στην είσοδο των καινοτόμων φαρμάκων. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι ασθενείς θα έχουν έγκαιρη πρόσβαση, χωρίς να περιορίζεται η συνέχιση των επενδύσεων των φαρμακευτικών επιχειρήσεων στην καινοτομία.

Share.

About Author

JP Communications

Comments are closed.