Ασαφείς παραμένουν οι επιπτώσεις των μειωμένων εκπομπών επιβλαβών ουσιών που περιέχονται στα νέα προϊόντα καπνού για την υγεία των χρηστών, καθώς ο προσδιορισμός της επίδρασης από το κάπνισμα τσιγάρων ή εναλλακτικών προϊόντων εξακολουθεί να αποτελεί ένα σύνθετο ζήτημα. Με δεδομένο την αύξηση της κατανάλωσης των εναλλακτικών αυτών προϊόντων, είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίο από ποτέ, η έρευνα να δώσει σύντομα επιστημονικά δεδομένα ώστε να παρθούν οι κατάλληλες αποφάσεις για την Δημόσια Υγεία.
Με ένα νέο μοντέλο δοσοαπόκρισης επιχειρεί η επιστημονική κοινότητα να δώσει με σαφήνεια απαντήσεις στο σύνθετο ζήτημα των επιπτώσεων του καπνίσματος. Ο καπνός του τσιγάρου περιέχει πάνω από 7.000 ουσίες με διαφορετικές τοξικολογικές επιδράσεις, εκ των οποίων τουλάχιστον 63 είναι πιθανό να προκαλούν καρκίνο.
Η εκτίμηση του κινδύνου για καρκίνο (ως μία δυνητική επίπτωση από τη χρήση καπνού) σύμφωνα με τις τρέχουσες μεθόδους αξιολόγησης κινδύνου σε κάθε συστατικό του μίγματος ξεχωριστά συνιστά ένα σχεδόν ανέφικτο έργο, όπως επισημαίνει νεότερη μελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση του Οργανισμού Ασφάλειας Τροφίμων και Καταναλωτικών προϊόντων της Ολλανδίας (Netherlands Food and Consumer Product Safety Authority – NVWA).
Ο μεγάλος αριθμός ουσιών που περιέχει ο καπνός του τσιγάρου και δεδομένου ότι οι τρέχουσες μέθοδοι στοχεύουν στην αξιολόγηση της ασφάλειας -παρά στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία- φέρνουν στην επιφάνεια το μοντέλο δοσοαπόκρισης, το οποίο κρίνεται και ως η πλέον κατάλληλη (στατιστικά) μέθοδος αξιολόγησης.
Εκτός των διαφορετικών επιπτώσεων των τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων, υπάρχει διαφορετική ικανότητα καρκινογένεσης-potency (δηλ. της δόσης αφετηρίας των επιπτώσεων στην υγεία) και διαφορετική βαρύτητα των επιπτώσεων (π.χ. καρκίνος έναντι ήπιων βλαβών στους πνεύμονες).
Διεθνώς, προκειμένου να υπάρξουν απαντήσεις στις «δαιδαλώδεις» αξιολογήσεις των επιπτώσεων του καπνού στην υγεία των χρηστών, έχουν προταθεί διαφορετικές μέθοδοι κατηγοριοποίησης του κινδύνου των ουσιών που περιέχονται στο τσιγάρο με χρήση:
• της τιμής κινδύνου με μονάδα εισπνοής, ή αλλιώς παράγοντας ικανότητας καρκινογένεσης (cancer potency factor – CPF),
• μιας δόσης αναφοράς (benchmark dose – BMD), η οποία θεμελιώνεται στατιστικά και βασίζεται σε δεδομένα δοσοαπόκρισης.
Δοσοαπόκριση: Τα έξι βήματα
Σύμφωνα με τους ερευνητές της μελέτης, υπό τον τίτλο «Μέθοδος για τη σύγκριση του αντίκτυπου των προϊόντων καπνού στην καρκινογένεση: μια μελέτη περίπτωσης του Θερμαινόμενου Καπνού έναντι των Τσιγάρων» που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Risk Analysis, οι τιμές κινδύνου με μονάδα εισπνοής (μία από τις τρέχουσες μεθόδους αξιολόγησης του κινδύνου για καρκίνο) δεν παρέχουν καθόλου (ή ελάχιστες) πληροφορίες για τις σχετικές ικανότητες καρκινογένεσης των ουσιών. Έτσι, οι ερευνητές εκτίμησαν τις εν λόγω ικανότητες των ουσιών με βάση ένα μοντέλο δοσοαπόκρισης, το οποίο είναι η κατάλληλη (στατιστικά) μέθοδος για τον σκοπό αυτό.
«Αναπτύξαμε μια μέθοδο που παρακάμπτει ορισμένα από αυτά τα προβλήματα, εστιάζοντας στη μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης (change in cumulative exposure – CCE) στις ουσίες που εκπέμπουν τα δύο υπό εξέταση προϊόντα» όπως αναφέρει η μελέτη, της οποίας βασική συγγραφέας είναι η Dr. Reinskje Talhout, κύρια ερευνήτρια στο RIVM Centre for Health Protection και επικεφαλής του Κέντρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ / WHO) για τη Ρύθμιση και τον Έλεγχο Προϊόντων Καπνού (WHO Collaborating Centre for Tobacco Product Regulation and Control). Το Κέντρο παρέχει επιστημονική υποστήριξη στην πρωτοβουλία του ΠΟΥ για την απαλλαγή από τη χρήση καπνού “Tobacco Free Initiative”, και μεταξύ άλλων πραγματοποιεί εργαστηριακούς ελέγχους στον καπνό, παρέχει γνωμοδοτήσεις για τα νέα προϊόντα καπνού και άλλες σχετικές πληροφορίες.
Η νέα μέθοδος αποτελείται από έξι βασικά βήματα. Τα πρώτα τρία βήματα περιλαμβάνουν την ανάλυση δεδομένων που αφορούν τη συσχέτιση διαφορετικών δόσεων με τον καρκίνο, και δίνουν ως αποτέλεσμα παράγοντες σχετικής ικανότητας καρκινογένεσης με διαστήματα εμπιστοσύνης (CI). Το τέταρτο βήμα αξιολογεί δεδομένα εκπομπών, δίνοντας ως αποτέλεσμα διαστήματα εμπιστοσύνης για τις αναμενόμενες εκπομπές κάθε ουσίας. Το πέμπτο βήμα υπολογίζει τη μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης σε ουσίες (CCE) με πιθανολογική ανάλυση και έχει ως αποτέλεσμα ένα εύρος αβεβαιότητας για τη CCE. Τέλος, το έκτο βήμα εκτιμά τον σχετιζόμενο με την υγεία αντίκτυπο συνδυάζοντας τη CCE με σχετικές πληροφορίες δοσοαπόκρισης.
Εξετάζοντας 8 καρκινογόνες ουσίες
Στην έρευνα διεξήχθη επεξηγηματική μελέτη περίπτωσης εφαρμόζοντας τη μέθοδο σε οκτώ καρκινογόνες ουσίες. Οι ουσίες βρίσκονται τόσο στις εκπομπές των προϊόντων θερμαινόμενου καπνού (HTP) -μιας νέας κατηγορίας προϊόντων καπνού- όσο και στον καπνό του τσιγάρου.
Η μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης σε ουσίες (CCE) εκτιμήθηκε ότι ήταν 10 έως 25 φορές χαμηλότερη με την χρήση προϊόντων θερμαινόμενου καπνού, αντί του παραδοσιακού τσιγάρου. Μια τέτοια μεταβολή υποδεικνύει σημαντικά μικρότερη μείωση στο προσδόκιμο ζωής, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών δοσοαπόκρισης σε καπνιστές. Ωστόσο, αυτό είναι ένα προκαταρκτικό συμπέρασμα, καθώς μέχρι στιγμής εξετάστηκαν μόνον οκτώ καρκινογόνες ουσίες. Επιπλέον, ο αντίκτυπος στην υγεία που συνδέεται με τα HTP παραμένει δυσμενής συγκριτικά με την πλήρη αποχή χρήσης καπνού.
Βασικό πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι καθιστά ορατή την αβεβαιότητα (απροσδιοριστία) στην τελική εκτίμηση της μεταβολής της αθροιστικής έκθεσης (CCE). Γεγονός που δεν καθίσταται δυνατό σε προσεγγίσεις που βασίζονται στον κίνδυνο με μονάδα εισπνοής. Όπως έδειξε ο πιθανολογικός υπολογισμός της CCE, η αβεβαιότητα αυτής της τιμής (εύρος 10 – 25 φορές) στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης είναι σχετικά μικρή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μείωση της αθροιστικής εκπομπής είναι σημαντική, ακόμη και για το κατώτερο όριο της εκτίμησης της CCE.
Χρησιμότητα για τις πολιτικές υγείας
Η μέθοδος αυτή παρέχει ένα εργαλείο αξιολόγησης του αντίκτυπου στην υγεία του ατόμου που μεταβαίνει από το κάπνισμα τσιγάρου σε νέα εναλλακτικά προϊόντα καπνού, το οποίο είναι χρήσιμο για τον σχεδιασμό πολιτικών υγείας.
Κάπνισμα και αυξημένοι κίνδυνοι για την υγεία
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), το κάπνισμα έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί τον πιο σημαντικό τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιοαγγειακής νόσου, βρογχίτιδας, καρκίνου, εμφυσήματος, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι οι καπνιστές είναι πιο πιθανό από τους μη καπνιστές να αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο και καρκίνο του πνεύμονα. Ταυτόχρονα, το κάπνισμα προκαλεί περίπου το 90% όλων των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα.
Το κάπνισμα προκαλεί περίπου το 80% όλων των θανάτων από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες σε άνδρες και γυναίκες.
Η Επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, κα Στέλλα Κυριακίδου σε μήνυμα της για τη διακοπή του καπνίσματος με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος επισημαίνει ότι κάθε χρόνο, περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως χάνουν τη ζωή τους από τον καπνό. Πρόκειται για 6 εκατομμύρια θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, 6 εκατομμύρια άτομα που θα μπορούσαν να είναι μαζί μας σήμερα – και πολλά δεινά που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Και ενώ γνωρίζουμε ότι η χρήση καπνού είναι η μόνη μεγαλύτερη αιτία θανάτου που μπορεί να αποφευχθεί, συνεχίζει να προκαλεί ασθένειες και απώλεια ζωής.
Βασική συγγραφέας της μελέτης είναι η Dr. Reinskje Talhout, κύρια ερευνήτρια στο RIVM Centre for Health Protection της Ολλανδίας και επικεφαλής του Κέντρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ / WHO) για τη Ρύθμιση και τον Έλεγχο Προϊόντων Καπνού (WHO Collaborating Centre for Tobacco Product Regulation and Control).
Η μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης σε ουσίες (CCE) εκτιμήθηκε ότι ήταν 10 έως 25 φορές χαμηλότερη με την χρήση προϊόντων θερμαινόμενου καπνού, αντί του παραδοσιακού τσιγάρου. Μια τέτοια μεταβολή υποδεικνύει σημαντικά μικρότερη μείωση στο προσδόκιμο ζωής, σε όσους μεταβαίνουν στα προϊόντα αυτά.